κοκκινοτρίχης

κοκκινοτρίχης
-α, -ικο
κοκκινομάλλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοκκινοτρίχης, -α, -ικο — κοκκινομάλλης, αυτός που έχει κόκκινο τρίχωμα: Φυλάξου από σπανό κι από κοκκινοτρίχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιτζές — ο κοκκινοτρίχης ίππος, πυρόξανθο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. alezan «μουλάρι ή άλογο με καστανοκόκκινο τρίχωμα» (< ισπαν. alazan < αραβική λ. az’ar «κοκκινωπός»] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινομάλλης — α, ικο, θηλ. και –ούσα αυτός που έχει κοκκινωπή κόμη, κοκκινοτρίχης …   Dictionary of Greek

  • πυρρίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ένας από τους τέσσερις νομοθέτες των Τεγεατών, οι οποίοι απεικονίζονταν σε τέσσερις στήλες (ένας σε καθεμιά), που ήταν στημένες στην αγορά της πόλης, κοντά στον ναό της Αφροδίτης. 2. Αρχηγός των Αρκάδων που έκαναν… …   Dictionary of Greek

  • Γουλιέλμος — I Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος δουκών της Ακουιτανίας, Γκιγιόμ (Guillaume). 1. Γ. Α’ ο Ευσεβής (; – 918). Δούκας της Aκουιτανίας (898 ή 909 918) και κόμης της Τουλούζ (885 918), γιος του Βερνάρδου κόμη της Ωβέρνης. Το 910 ίδρυσε το μοναστήρι …   Dictionary of Greek

  • Ρενάρ, Ζιλ — (Renard, Σαλόν σιρ Μαγέν, Μαγέν 1864 – Παρίσι 1910). Γάλλος συγγραφέας. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ανάμεσα στο Παρίσι (όπου το 1889 ήταν ένας από τους ιδρυτές του Mercure de France) και στο πατρικό του χωριό Σιτρι λε Μιν (Νιεβρ), του …   Dictionary of Greek

  • κοκκινομάλλης, -α — και ούσα, ικο αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά, κοκκινοτρίχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”